- ψυχογλωσσολόγος, ο
- η αυτός που ασχολείται με την ψυχογλωσσολογία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψυχογλωσσολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικευμένος στην ψυχογλωσσολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + γλωσσολόγος. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. psycholinguist] … Dictionary of Greek